- μαθητής
- ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω]1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ.β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας τῆς φύσεως», Διόδ.)2. αυτός που ασπάζεται και ακολουθεί τις θεωρίες σπουδαίου ατόμου ή την τεχνοτροπία μεγάλου καλλιτέχνη, συγγραφέα κ.λπ. («οι μαθητές τού Ιησού»)νεοελλ.αυτός που φοιτά σε σχολείο («είναι από τους καλύτερους μαθητές τού λυκείου μας»).
Dictionary of Greek. 2013.